τονικός

τονικός
τον-ικός, ή, όν,
A of or for stretching, capable of extension,

ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί Arist.PA693b12

.
2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51.
3 of or for accents,

τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9

(so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.);

τὸ -κόν A.D.Pron.35.13

.
4 resulting from

τόνος 11.4

, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al.
5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [

πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265

. Adv.

-κῶς Id.4.435

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικός — ή, ό / τονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό νεοελλ. 1. τονωτικός («τονικά φάρμακα») 2. το θηλ. ως ουσ. η τονική μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής… …   Dictionary of Greek

  • τονικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τον τόνο (λέξεων, το μυϊκό, το μουσικό κτλ.): Τονικά σημεία (η οξεία και η περισπωμένη). 2. τονωτικός, δυναμωτικός: Τονικά φάρμακα. 3. «τονικός σπασμός», σύσπαση μυών που διατηρείται μόνιμα. 4. το θηλ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τονικώτερον — τονικός of adverbial comp τονικός of masc acc comp sg τονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικῶν — τονικός of fem gen pl τονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικόν — τονικός of masc acc sg τονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικαί — τονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῖς — τονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοί — τονικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικοῦ — τονικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τονικούς — τονικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”